τετραποδίζω

τετραποδίζω
αμετ.
1) ходить на четвереньках; 2) идти шагом (о лошади)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τετραποδίζω" в других словарях:

  • τετραποδίζω — ΝΑ [τετράπους, οδος] βαδίζω στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλώ («τὸ πρῶτον παιδίον ὤν ἕρπει τετραποδίζων», Αριστοτ.) νεοελλ. (για ιπποειδή) προχωρώ βάδην …   Dictionary of Greek

  • τετραποδίζω — τετραπόδισα 1. βαδίζω με τα τέσσερα, μπουσουλάω. 2. (για ζώα), προχωρώ βάδην …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραποδίζει — τετραποδίζω go on all fours pres ind mp 2nd sg τετραποδίζω go on all fours pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδίζον — τετραποδίζω go on all fours pres part act masc voc sg τετραποδίζω go on all fours pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδίζειν — τετραποδίζω go on all fours pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδίζων — τετραποδίζω go on all fours pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδισμός — ο, ΝΑ [τετραποδίζω] το βάδισμα με τα τέσσερα, το μπουσούλημα νεοελλ. (για ιπποειδή) το βάδισμα που γίνεται καθώς το ζώο σηκώνει και κατεβάζει τα πόδια διαδοχικά …   Dictionary of Greek

  • τετραποδίσας — τετραποδίσᾱς , τετραποδίζω go on all fours aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»